ξωχώραφο

ξωχώραφο
το
βλ. εξωχώραφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξωχώραφο — και ξωχώραφο, το 1. χωράφι που βρίσκεται έξω από το κύριο χωράφι 2. χωράφι έξω από φραγμένο κτήμα που ανήκει στον ίδιο ιδιοκτήτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”